- παρακάθομαι
- παρακάθισα, παρακαθισμένος, μένω για πολλή ώρα καθιστός, μένω για πολύ χρόνο κάπου, παρατείνω το χρόνο της επίσκεψής μου, είμαι αργός: Παρακαθίσαμε και θ' ανησυχούν στο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.